- ἀθέρμαντος
- ἀθέρμαντοςnot heatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθέρμαντος — και αστος, η, ο (Α ἀθέρμαντος, ον) [θερμαίνω] αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν μπορεί να θερμανθεί αρχ. «ἀθέρμαντος ἐστία» η φράση υπονοεί είτε εστία που δεν θερμάνθηκε, είτε μτφ. οικογένεια που δεν εξάπτεται από φιλονικίες και πάθη … Dictionary of Greek
αθέρμαντος — η, ο αυτός που δε θερμάνθηκε, αζέστατος: Χάλασε το καλοριφέρ κι έμεινε το σπίτι αθέρμαντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθέρμαντον — ἀθέρμαντος not heated masc/fem acc sg ἀθέρμαντος not heated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθερμάντῳ — ἀθέρμαντος not heated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθέρμαντα — ἀθέρμαντος not heated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέρμαστος — η, ο [θερμαίνω] 1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος 2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος* 3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος … Dictionary of Greek
αθέρμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θέρμη, πυρετό: Ο άρρωστος σήμερα είναι αθέρμαστος. 2. αθέρμαντος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)